ἄντηστις

ἄντηστις
ἄντηστις (ἀντάω): meeting; only κατ' ἄντηστιν, at the junction of the men's and the women's apartments, opposite the entrance of the house, Od. 20.387†. (See table III. at end of volume.)

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἄντηστις — confronting fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄντηστιν — ἄντηστις confronting fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάντηστιν — (Α) επίρρ. απέναντι, καταντικρύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. κατ ἄντηστιν, αιτ. τού ουσ. ἄντηστις «αντίσταση»] …   Dictionary of Greek

  • προμνηστίνοι — αι, οἱ, αἱ, ΜΑ (επικ. τ.) 1. οι αλλεπάλληλοι 2. (κατά τον Ησύχ.) «προμνηστῑναι ἐπὶ μίαν ἀπὸ τοῡ προσμένειν» 3. (κατά το λεξ. Σούδα) «προμνηστῑνοι κατὰ τάξιν, ἐφεξῆς». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. έχει σχηματιστεί από αμάρτυρο τ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”